- ἐκποτέομαι
- ἐκ-ποτέομαι (πέτομαι): flutter down from the sky (Διός), of snow-flakes, Il. 19.357†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εκποτάομαι — ἐκποτάομαι και ιων. τ. ἐκποτέομαι (Α) 1. πετώ από ψηλά 2. πέφτω αθόρυβα … Dictionary of Greek